Όλα ξεκίνησαν το 1841 από τον Τόμας Κούκ. Η ιδέα του να διοργανώσει μια εκδρομή από το Λέστερ στο Λωφμπόροου (μετ’ επιστροφής) εναντι ενός σελλινιού το ατομο δημιούργησε το πρωτο ταξειδιωτικό πρακτορείο όπως το ξερουμε σήμερα.Με την προσφορά ενός πλήρους πακέτου υπηρεσιών ο Κούκ γρηγορα επεκτάθηκε όχι μονο στη Βρεττανία αλλα και στην ηπειρωτική Ευρώπη.Κανα δυο αιώνες νωρίτερα ο τουρισμός γνωστός και ως «Γκραντ τούρ» δεν αφορούσε παρα τους νεαρούς βλαστούς της ελίτ της βρεττανικής κοινωνίας.Δεν ηταν μαζικός αλλά κάθε νεαρός αριστοκράτης ειχε τα μεσα και τα χρηματα να οργανωσει την περιηγηση του μέχρι την Ιταλία ή και βαθυτερα στην Ανατολή.
Η ιστορία του τουρισμού χαράζεται από τα βηματα του ανθρωπου και η μορφοποίηση του αντανακλούσε (και αντανακλά) την ιδέα κάθε εποχής για τον εαυτο της και τα παιδιά της. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα και περίπου μεχρι την Αναγέννηση η σημαντικότερη μορφη ηταν ο θρησκευτικός τουρισμός. Ιερουσαλήμ,Ρωμη και Κομποστέλα ηταν οι αγαπημένοι προορισμοί των ευρωπαίων προγονων μας.
Συμφωνα με την κοινωνιολογία του τουρισμού , σχετικά νεα αλλά δυναμικά αναπτυσσόμενη επιστήμη, μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφες του καταγράφεται (και) τις μέρες αυτές με τη γιγάντια επιχείρηση που λέγεται Εξοδος.
«Η εξοδος είναι η βαλβιδα ασφαλείας …
…λεει ο Πάρις Τσάρτας (αναπληρωτής καθηγητής ,πανεπιστήμιο Αιγαίου) μιας χυτρας που γεμίζει και κατά καιρούς πρέπει να εκτονωνεται :Της μεγάλης πόλης. Αν και το βιβλικό «Εξοδος» σηματοδοτεί τη φυγή χωρίς επιστροφή ,η χρηση της ιδιας λέξης (σ.σ : για πρωτη φορα με την Μεταπολίτευση) σηματοδοτεί την φυγή συγκεκριμένης διάρκειας .Στην αρχη ξεκινησε από τους εσωτερικούς μετανάστες του ’60 και του ’70 στην Ελλάδα. Οι πρωτες εξοδοι ηταν αποκλειστικά το Πασχα και,λιγο αργότερα και την Καθαρή Δευτέρα».
Και οι πρωτοι που εφευγαν ηταν αυτοι που ηρθαν τελευταίοι και εδεσαν την αστικη κομπόστα της μεγάλης πόλης.Ομως η «εξοδος» ως φαινόμενο κυριαρχησε μάλλον αργα στην Ελλάδα , μολις όπως λέει ο Πάρις Τσάρτας , «από τη δεκαετία του ‘90».Το φθηνο ΙΧ και οι νέοι οδικοι αξονες ηταν η βενζίνη της Εξόδου και αφορούσε σχεδόν το μισό ή και παραπάνω αστικό πληθυσμό . Αλλά το ενδιαφέρον είναι πως στους παραδοσιακούς προστεθηκαν και νέοι προορισμοί,δινοντας το πραγματικό της στιγμα: Πρωταρχικό ρόλο δεν πάιζει τελικά τόσο ο προορισμός ,οσο η φυγη από την πόλη. Και από τις δυο εξοδους το χρόνο, σήμερα αισίως τα αστικα καραβάνια ξεχυνονται με κάθε μέσο ,κατά μέσο ορο πέντε εως επτα φορές τον χρόνο.Η πίεση της πόλης πρέπει να εκτονωθεί και όπως λέει ο Πάρις Τσάρτας ,είναι ενδεικτική η αποψη που διατυπωνεται πως οι «εξοδοι πρέπει να είναι αντικείμενο πολιτικής του κοινωνικού κράτους.Η αποψη αυτή μπορεί να φαινεται τραβηγμένη ,αλλα είναι ενδεικτική της σημασίας που αποδίδουν στο φαινόμενο αρκετοι ειδικοί». Αλλωστε ηδη από τον 19ο αιωνα και στον μεσοπόλεμο Βρεττανία και Γαλλία με τη θέπιση των πληρωμένων διακοπών ουσιαστικά επιδότησαν (και) αυτό το κυμα φυγής».
Η εξοδος σκηνοθετεί θαυμάσια τη νέα τάση στον τουρισμό που εχει περιγραφεί ως “confeti society” .Δηλαδή είναι σημερα τόσοι οι προορισμοί και τόσοι οι τυποι τουριστων που τελικά στο συγχρονο τουριστικό μάνατζμεντ όλα μπορούν να προσφερθούν σε όλους. Το κοινό διαχέεται πλέον σε ολες τις ηλικίες και –περίπου- στα 2/3 ολων των εισοδημάτων .
«Το ταξίδι μικρής διάρκειας (αλλα και μεγαλύτερης)…
… καταγράφεται σημερα στη συνειδηση του ελληνα ,λέει ο Πάρις Τσάρτας, ως μέρος των κοινωνικών-καταναλωτικών προτύπων.Ειναι «προσωπική αποτυχία» η μη-συμμετοχή στην Εξοδο ».
Στο περιβάλλον φυγης γρηγορα προστέθηκε το οικολογικό life-style και η αναζητηση της φυσης εγινε ένα από τα κυρια χαρακτηριστικά των αστικών εξόδων. Διπλα σ΄αυτό προστεθηκε μια ολοκληρη παλέττα από γκατζετάκια μεχρι 4χ4 και ετσι η εξοδος γρηγορα απέκτησε και το δικό της life style. Αν και η επιστροφη στη Φυση δεν είναι νέο φαινόμενο (πρωτοι τη θεοποίησαν οι ναζί και οι ιταλοί φασίστες με τα κάμπους νεολαίας πριν από τον β παγκόσμιο) εντούτοις σημερα δεν σηματοδοτεί τα ιδια πράγματα. Αλλωστε η δυνατότητα της ατομικής φυγής δεν εχει να κάνει σε τιποτα με την ομαδικότητα που ηταν προϋπόθεση στις ναζιστικές κατασκηνώσεις.
Πολύ συντομα η εξοδος απέκτησε και τον χαρακτήρα ιδεολογικής αντιπαράθεσης με την μεγάλη πόλη.Το βρωμικο απέναντι στο καθαρό,το φυσικό στο απάνθρωπο, το υγιεινό στο αρρωστο , η παράδοση απέναντι στην ομογενοποίηση , η εργασία απέναντι στη δημιουργικότητα.
Η πόλη απαξιώνεται ολο και περισσότερο στη συνείδηση των καραβανιών και τα κανάλια πιπιλάνε την κοινοτοπία της «ασχημης,απάνθρωπης ζωής στην πόλη».Αυτη η περιγραφή της πόλης αποτελεί σημειώνει ο Παναγής Παναγιωτόπουλος (λεκτορας,Πανεπιστήμιο Αθηνας) γνώρισμα της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας και με κρίσιμες αλλά επί μέρους διαφοροποιήσεις διαπερνά το φάσμα Αριστερά-Δεξιά. Με άλλα λόγια η αντι-αστική αντι-αθηναϊκή ιδεολογία μοιάζει να εμπεριέχει εξίσου συντηρητικές και προοδευτικές αγωνίες, αποτελώντας έτσι έναν ιδεολογικό-συναισθηματικό πυκνωτή στον οποίον συναντιούνται πολιτικά και κοινωνικά στερεότυπα, ιστορικές εμπειρίες και στοιχεία ιδεολογίας. Η φαντασματική πόλη, η σταθερή καταγγελία της (σε αντίθεση με την ύπαιθρο που γίνεται αντικείμενο οδυρμού λόγω εγκατάλειψης), η άρνηση της παρουσίας της και
της δικής μας μέσα σε αυτήν, αποτελεί έτσι ένα κυρίαρχο πολιτισμικό στοιχείο, μια ηγεμονική όψη της εθνικής πολιτικής κουλτούρας. Συνυπάρχει με αυτά που η μελέτη της πολιτικής κουλτούρας έχει απογράψει ως πάγια χαρακτηριστικά: πελατειακή μεσολάβηση της πολιτικής εκπροσώπησης, την οικογενειοκεντρική σύλληψη της κοινωνικής ζωής, πολιτικός κυνισμός, συνομοσιολογία, τα κοινοτιστικά αντανακλαστικά και το χαμηλό επίπεδο προσωπικής αυτονομίας και εξατομίκευσης ,αυξημένος κρατισμός, εθνοκεντρικό συναίσθημα κ.α. Όπως συμβαίνει και με αυτά τα μεγέθη της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας, η άρνηση της πόλης διαχέεται σε ποικίλα είδη λόγου και σχεδόν σε όλες τις πολιτικές οικογένειες.Πρόκειται για μια φανταστική σχέση με την πραγματική πόλη».Αλλά η πόλη δεν ειπε την τελευταία της κουβέντα…
Στη φετεινη πασχαλιάτικη εξοδο καταγράφεται …
…εντονα και μια αντιρροπη δύναμη. Εκφραζεται ολο και περισσότερο από αρκετους αιρετικούς που ευτυχως βάλθηκαν να γκρεμίσουν τον μυθο της «αφιλόξενης πόλης» .Κυριότερος σύμμαχος η ανάπτυξη πολλών δικτύων ,με πρωτο και σημαντικότερο το ιντερνετ. Η πολη ξανασχεδιάζεται και ξαναζει μεσα από τα δικτυα των πολιτών της. Ο Ιωάννης Καρυδάς (πανεπιστημιακός) σημειωνει πως τα «επάλληλα κοινωνικά και τεχνολογικά δίκτυα συμβάλλουν στην αναπαράσταση της νεας εικόνας του χωρου και των λειτουργιών της πόλης ,ετσι ώστε να είναι δυνατό να κωδικοποιηθούν και να μεταδοθούν με μαζικό επικοινωνιακό τρόπο και, στη συνέχεια να προκαλέσουν μια ριζική αναμόρφωση του αστικού περιβάλλοντος».
Στα τσατ ρουμς η πόλη ξαναβρισκει τους δημόσιους χωρους οπου οι πολίτες ξανασυζητάνε,σε πολλά σάϊτς νεοι αρχιτέκτονες ξανασχεδιάζουν και προτείνουν το νέο αστικό περιβάλλον ενώ η καθημερινότητα της πόλης αναπαράγεται στα μπλόγκ .Νεες γειτονιές φυτρωνουν στο διαδίκτυο και νεες πρωτοβουλίες και καμπάνιες ξεπηδάνε μεσα από το φηφιακό διαδικό συστημα.Ακομη και τα ραντεβου της πόλης δινονται μεσα από τον κοσμο των δικτύων.
Η πόλη αρχιζει να συνειδητοποιεί πως είναι ωραια η ζωή στη «Μητρόπολη» ,εστω και εικονικά…Καλο ταξιδι
(Το αρθρο θα δημοσιευτεί το Μ.Σαββατο στον Τ.τ.Κ)