Η κυρά Φροσύνη ερωτευτηκε εναν απο τους γυιούς του Αλή Πασά.Μέχρι εδω ολα καλά .Αλλά γιατι η κυρα Φροσυνη δεν μπήκε ποτέ σε χαρέμι οπως μια αλλη διάσημη γιαννιωτισα ερωμένη πασά ,η κυρα Βασιλική;
Η ιστορία της κυρα –Φροσύνης ουτε απλή ειναι ουτε δεδομένη.Τα αισθήματά της και τα διλήμματά της έπεσαν με ορμή σ’εναν κόσμο μοιρασμένο σε μουσουλμάνους και χριστιανούς σε αξιωματούχους (και) προκρίτους και τους πληβείους της υπάιθρου(χριστιανούς και μουσουλμάνους) .Η εθνική ιστοριογραφία δεν αφησε χώρο για έρωτες.Αντιθετα τους ενέπλεξε και τους χρησιμοποίησε ανάλογα με τις ανάγκες της νεας εθνικής μυθολογίας.Αν κάπου η επανάσταση του 1821 δεν εφερε μια οριστική ρηξη με το παρελθόν ,ο χωρος ηταν ο ερωτας.Και ο χρόνος ηταν σε δυο κομμάτια.
Το παράδειγμα της κυρά-Φροσύνης (το οποιο ειχε την καλοσυνη να παραχωρησει στη στηλη απο την ερευνητική δουλειά της που βρισκεται σε εξέλιξη ,η Ζεττα Γκότση –διδάσκει στο πανεπιστήμιο Πάτρας) μιλάει απο μόνο του.Η πρωτη «κυρά Φροσύνη» δημοσιευτηκε στα 1837.Συγγραφέας ενας φωτισμένος ανθρωπος,γνησιο παιδι του Διαφωτισμού.Πήρε τον μυθο και τον απογειωσε,αλλα οχι εθνικιστικά.
Συμφωνα με τον Αλεξανδρο Ραγκαβή η κυρα Φροσύνη ερωτευεται εναν αλβανό μουσουλμάνο,τον γυιο του Αλή Πασά.Ο τελευταίος βέβαια αναγνωρίζει –στη μυθοπλασία του Ραγκαβή- την (χριστιανική) ανωτερότητα της κυρα-Φροσυνης.Αλλα η ομορφη γιαννιώτισα ειναι πάνω απ’ολα –συμφωνα με τον Ραγκαβή- γυναίκα. Και ο ερωτας της ειναι δυνατότερος απο τις θρησκευτικές (ή αλλες) διαφορές. Γι αυτο και ο Ραγκαβής την βάζει να καταλήγει στον μονόλογό της: «Τον αγαπώ με αδεια της συνειδήσεώς μου».
Καμμια εικοσαριά χρόνια μετά ο μυθος της «κυρά –Φροσύνης» αλλάζει. Τότε,το 1859, ο Βαλαωρίτης δημοσιεύει την δικιά του εκδοχή.
Η δευτερη «κυρα-Φροσύνη» εχει μια μεγάλη αλλαγη…
…σε σχεση με την πρωτη του Ραγκαβή.Ο μυθος εινια περίπου ο ίδιος.Ομως ο Βαλαωρίτης τονιζει περισσότερο την εννοια της επιβολής στις πρωτες προσεγγισεις των δυο εραστων.Και το σημαντικότερο ,ο Βαλαωρίτης δινει κεντρικό ρόλο στον πατερα της ,ο οποίος της ξεκαθαρίζει πως η καθαρότητα του αιματος ειναι πάνω απο τα αισθηματα.Σ’ αυτον τον διάλογο η κυρα-Φροσυνη του Βαλαωρίτη κάθε άλλο παρα υπεραμύνεται των συναισθημάτων της..
Απο τη συζήτηση με την Ζέττα Γκότση (τα συμπεράσματα εδω σε καμμια περίπτωση δεν πρέπει να της αποδοθούν-οσο η ερευνά της συνεχίζεται) προέκυψε μια ενδιαφέρουσα τομή.
Τα μυθιστορήματα για την ελληνική επανάσταση που γράφτηκαν πριν απο (περιπου) το 1850 αναδεικνυαν μια διαφορετική αντιληψη των συγγραφέων για την εποχή ,απ΄οτι τα μυθιστορήματα που γράφτηκαν μετα το 1850. Τα πρωτα ηταν- ακομη- πιο κοντα στο πνευμα του Διαφωτισμού και της ανεκτικότητας ,ενω αντίθετα τα δευτερα απηχούσαν την πρόσφατη συγκροτηση της εθνικής –φυλετικής- καθαρότητας και της αδιάλειπτης συνέχειας του ελληνισμού.Ετσι ενω στα πρωτα οι ηρωες ειναι τραγικά πρόσωπα, θυματα μιας διαίρεσης ,στα δευτερα οι ηρωες και δη οι ανδρες εχουν πάντα στο μυαλό τους ,ακόμη κι οταν κάνουν ερωτα ,την εθνική τους αποστολή.
Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα ειναι ο «Φλώρος» του Καλογερόπουλου(γραφτηκε κοντα στα 1850- επίσης απο τη συζήτηση με τη Ζεττα Γκότση):Η Εμινέ μια όμορφη χανούμισα ερωτευεται εναν ελληνα πολεμιστη,τον Φλώρο.Κάνουν ερωτα ,ο πασάς το αντιλαμβάνεται και την πνιγει.Μικρό το κακό ,αφου ουτως ή αλλως ο Φλωρος νομιμοποιείται επειδη προσέγγισε την Εμινέ για να σωσει την (χριστιανη,εννοείται) αγαπημένη του.
Υπάρχει ερως εθνικός και ερως αντεθνικός σημειωνει η Μαίρη Μικέ (αναπληρωτρια καθηγητρια στο ΑΠΘ) ομως το «ερωτημα ειναι πως ενας ερωτας γινεται εθνικός ή αντεθνικός;» Μα πολύ απλά κατασκευάζεται ως τέτοιος,ανάλογα με την ιδεολογία κάθε εποχής μεσα στην οποία ζει ο συγγραφέας της μυθοπλασίας.Η ιδια εξεδωσε πρόσφατα την ερευνά της για την εικονα της λατινοκρατίας μέσα απο τον ερωτα και τις προσωπικές σχέσεις,οπως αυτη διαμορφωθηκε μεσα απο την μυθιστοριογραφία του 19ου αιωνα. «Ο 19ος αιωνας στο νέο ελληνικό κράτος διαβάζει για την λατινοκρατία κι αυτο εχει να κάνει με τη συγκρότηση της ταυτότητας.Τον 19ο αιώνα εχουν την ανάγκη να γυρίσουν πίσω και να «ανακαλύψουν» οτι η «εθνική συνείδηση» υπάρχει ηδη απο τον 13ο αιωνα .Οι πολίτες του νέου ελληνικού κράτους εχουν ανάγκη να συγκροτήσουν ενα εθνικό παρελθόν και ετσι ανακαλύπτουν την λατινοκρατία». Τι ανακαλύπτουν σ’αυτη; Τι κατασκευάζεται μέσα απο αυτή; Μα η φυλετική καθαρότητα που διαφυλάχθηκε απο πατέρα σε γυιό.Και η καλύτερη απόδειξη ειναι τα μυθιστορήματα στο «ιστορικό» πλαίσιο της λατινοκρατίας.Οπου ο ερωτας ειναι σαφως μαχητός και υποχωρεί οταν τιθεται ζητημα αλλοίωσης της φυλετικής καθαρότητας.Αλλωστε δεν ειναι τυχαίο οτι ολα τα μυθιστορήματα περι λατινοκρατίας γραφτηκαν και ανθισαν μεσα σε περίοδο μόλις 30 χρόνων (περίπου μεχρι το 1870) και μετα εξαφανίστηκαν.Το τελευταίο του ειδους γραφτηκε πολύ αργότερα το 1930 απο τον Τερζάκη,η περίφημη «πριγκηπέσα Ιζαμπώ».
Κι αν ο ερωτας στα χρονια της Επανάστασης κατασκευάστηκε…
…τον 19ο αιωνα, εντουτοις το ζητημα παραμένει:Υπήρξαν σχεσεις μεταξυ μουσουλμάνων και χριστιανών, Υπήρξαν μεικτοί γάμοι;
Ο ιστορικός Λάμπρος Μπαλτσιώτης εξηγεί :
«Οι γνώσεις μας για την καθημερινή ζωή χριστιανών και μουσουλμάνων στις αρχές του 19ου αιώνα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία επαρκούν για να μας δείξουν πώς και πότε συναντιόνταν οι δύο κοινότητες. Είναι κοινός τόπος ότι επρόκειτο για δυο χωριστές κοινότητες, με δική τους οργάνωση, θεσμούς και ως ένα βαθμό σύστημα διοίκησης. Ο κανόνας είναι ότι η κάθε θρησκευτική κοινότητα ζούσε σε ξεχωριστή συμπαγή περιοχή είτε στις πόλεις (αλλού οι μουσουλμάνοι, αλλού οι ορθόδοξοι, αλλού οι αρμένιοι), είτε στα λίγα μεικτά χωριά. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε και επαφή μεταξύ των πληθυσμών, κοινωνικές σχέσεις, ακόμη και δίκτυα αλληλοϋποστήριξης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν σε μερικές περιοχές ο θεσμός των βλάμηδων μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων (ανδρών και γυναικών), ο οποίος επέζησε στη Θεσπρωτία μέχρι τον Πόλεμο. Όμως, υπήρχαν και περιπτώσεις όπου οι κανόνες διαχωρισμού κατέρρεαν και οι νόρμες εξαφανίζονταν. Θα εξετάσουμε μερικές από αυτές, σε περιοχές που εντάχθηκαν στα όρια του πρώτου ελληνικού κράτους, αν και η εξέταση των αρχείων σε άλλες περιοχές θα μας έδινε πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Η πρώτη απόκλιση αφορά την αίσθηση συμφερόντων τοπικότητας: Υπερβαίνοντας τη θρησκεία, συναντάμε συχνά την περίπτωση όπου φαίνεται να αναπτύσσονται ιδιαίτερες σχέσης λόγω γειτνίασης. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα μας δίνει ο Φωτάκος όταν περιγράφει πώς από ένα σημείο και πέρα οι «εντόπιοι» «τούρκοι» άρχιζαν να βγαίνουν από την πολιορκημένη από τους επαναστάτες Τριπολιτσά: «Οι Φαναρίται, παραδείγματος χάριν, έβγαιναν με τις οικογένειές των από την πόρταν του Αγ. Αθανασίου και εζήτουν τους συντοπίτας των Έλληνας, οι Μπαρδουνιώται έβγαιναν και αυτοί από το μέρος όπου εβαστούσαν οι Μυστριώται με τον Γιατράκον, οι Καρυτινοί με τους Καρυτινούς και καθεξής.».
Η δεύτερη απόκλιση αφορά όλο εκείνο το φάσμα περιπτώσεων θρησκευτικής ρευστότητας, που διέφερε όμως από τον «κρυπτοχριστιανισμό», και εμφανιζόταν σε μερικές κοινότητες.
Μια πρώτη τέτοια ομάδα συναντάμε στην Ηλεία, εντονότερα δε στην
Ολυμπία. Επεκτείνονταν σε μια περιοχή από του Φλόκα μέχρι τη Ζάχα (Καλλιθέα). Πρόκειται για τα λεγόμενα Μουρτατοχώρια. (μουρτάτης ονομάζεται αυτός που ξανααλλάζει θρησκεία). Τα χωριά αυτά με μητρική γλώσσα τα ελληνικά ή/και τα αλβανικά, δεν διέθεταν τζαμιά και διατηρούσαν ένα σύστημα όπου το κάθε άρρεν μέλος γινόταν μουσουλμάνος και το κάθε θήλυ γινόταν χριστιανή.(Η παρεμφερής πρακτική των μεικτών γάμων
εμφανίζεται από παλιά στην οθωμανική Κρήτη. Το φαινόμενο ήταν ιδιαίτερα εκτεταμένο στην Πελοπόννησο. Να σημειωθεί ότι στην ισλαμική παράδοση είναι επιτρεπτό η γυναίκα να διατηρήσει τη θρησκεία της, όχι όμως τα παιδιά).
Μια δεύτερη ομάδα είναι αυτή της Βαρδούνιας ή των Βαρδουνοχωρίων, βόρεια του Γυθείου, που κατοικείτο κυρίως από αλβανόφωνους μουσουλμάνους. Στους περισσότερους οικισμούς όμως, κατοικούσαν και χριστιανοί ελληνόφωνοι, άλλοι μουσουλμάνοι, καθώς και εξισλαμισμένοι (ή μη) χριστιανοί που έβρισκαν καταφύγιο στην περιοχή, αφού αυτή διατηρούσε εκτεταμένη αυτονομία. Φαίνεται ότι είχε καταστεί ένας θύλακας «ασύλου» και ίσως και λόγω αυτού και ιδιότυπης αθρησκείας: Μουσουλμάνοι νονοί βάφτιζαν χριστιανόπουλα, πολλοί έφεραν δύο ονόματα όπως Δημήτρης-Αλής, Ιμπραϊμ-Γιώργης κλπ.
Μια τρίτη περιοχή συναντάμε στην Καρυστία, αν και ανάλογα φαινόμενα (Σαμπάνοι/Σαμπάνηδες) εμφανίζονται και στη βορειότερη Εύβοια. Για την Καρυστία ο τοπικός ιστορικός Κ. Γουναρόπουλος αναφέρει πως οι κάτοικοί της «μήτε τζαμία και εκκλησίας, μήτε ιμάμας και ιερείς είχον».
«Η εικόνα που εχουμε για την καθημερινη ζωή πριν την επανάσταση του ’21…
…μπορει να χαρακτηριστει σε μερικά σημεία υπερβολική ,λεει ο Βασιλης Παναγιωτόπουλος (καθηγητης ιστορίας ,ΕΙΕ) .Δεν ερρεαν καθημερινά ποταμοί αίματος ,αλλά από την άλλη η βασική διχοτομία που ειχε επιβληθεί από τους οθωμανούς δυσκόλευε πολύ τα πράγματα ιδιως για τους χριστιανούς.Ηταν δυσκολη εκ των πραγμάτων η συναψη σχέσεων μεταξυ τους ,αλλά όχι με την εννοια (και τη σημασία) που της αποδίδουμε σημερα.Η οσμωση μεταξυ τους ηταν δυσκολη αλλά και υπαρκτη για οσους συμβιωναν στις πόλεις. Στον βασικό διοαχωρισμό αξιωματουχων(οθωμανών αλλά και χριστιανων προκρίτων) από τη μία πλευρά και του «λαουτζίκου» από την άλλη,προσετέθη και η συνυπαρξη δυο θρησκειων.Μιας νικήτριας και μιας νικημένης.Το σκηνικό λοιπόν χαρακτηριζόταν από τετοια ευθραυστότητα σχέσεων ιδιως στις πόλεις ώστε οι μεικτες σχέσεις υπήρχαν μεν αλλά σαφως δεν ηταν ο κανόνας.»
Και πιθανότα δεν αντιμετωπίζονταν όπως θέλει εκ των υστερων η ελληνική μυθιστοριογραφία. Ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος αναφερει σχετικά μια υπόθεση στα 1800 ,ανεκδοτη ακομη ,στο Αιτωλικό. «Ενας πασάς κλέβει μια χριστιανή ,παντρεμένη μητερα δυο παιδιών.Την εκβιάζουν και αυτή δεχεται να δηλώσει πως είναι μουσουλμάνα. Από την κοροϊδια ξεσηκωνονται και χριστιανοί και μουσουλμάνοι (παρ’ολο που οι δευτεροι δεχονταν τον γάμο με γυναικα αλλου θρησκευματος).Γίνεται μια ολόκληρη διαδικασία και τελικά με τη μεσολάβηση του ιεροδικαστη η γυναικα μεταφέρεται για ασφάλεια σε άλλη μουσουλμανική οικογένεια. Η ιδια επιμενει ότι εχει ασπαστει το Ισλάμ (σε αντιθετη περίπτωση κανεις δεν μπορούσε να εγγυηθει τη ζωή της) και ετσι τιμωρειται μεν ο πασας που δεν θα την εχει αλλα και η ιδια αφου επρεπε να δηλώνει μεχρι τελους της ζωής της ότι ηταν μουσουλμάνα».
Και τι συμπτωση: Το 1858 ο Αχιλλέας Λεβέντης δημοσιεύει το μυθιστόρημά του «Η Τασσώ». Η Τασσώ μια κόρη από την Ηπειρο δεχεται την ερωτική επίθεση του Μουσταφά.Αντιστέκεται,αλλά για να σωσει την οικογένειά της από την μηνι του Μουσταφά καταφευγει με τη θέλησή της στο χαρέμι ενός αλλου πασά.Εκει όταν ο πασας ρωτάει την Ζουλεϊμά αν λέγει την αληθεια και αλλαξε θρησκεία θάβοντας και το «Τασσώ» ,η αγερωχη στάση της τελευταίας πριν παραδοθεί δειχνει ότι μπορεί να υπάρξει ένα ειδος εσωτερικής αντίδρασης…Οι ομοιότητες της πραγματικης ιστορίας από το Αιτωλικό και του μυθιστορήματος του Λεβέντη είναι πολλές αλλά οι δυο ιστορίες εχουν και μια μεγάλη διαφορά:Στο πραγματικό ιστορικό γεγονός ,το προβλημα ηταν ολης της κοινότητας του Αιτωλικού. Αντίθετα , η «Τασσώ» διαμορφωθηκε με τις αντιλήψεις του 1858 ,μόλις 14 χρονια μετα την περίφημη φραση του Κωλέτη στην εθνοσυνέλευση ,όταν για πρωτη φορά ακούστηκε ο ορος « Μεγάλη Ιδέα»…Που συμπεριελάμβανε την (κατεχόμενη τότε) Ηπειρο.Οπου δυστυχησε η «αδελφή μας η Τασσώ».
(Το αρθρο δημοσιεύτηκε στον Τ.τ.Κ το Σαββατο 24 Μαρτίου)