Θεμέλιος λίθος της λαϊκιστικής ρητορείας είναι μια νέα αντιπαλότητα με ταξικά αλλά και υπερταξικά χαρακτηριστικά: «Το σύστημα» απέναντι στον λαό, οι «ελίτ» απέναντι στο «πόπολο», το «σικέ παιχνίδι των λίγων» και η περιθωριοποίηση των πολλών.
Ο λαϊκιστής πολιτικός οφείλει να τραβήξει διαχωριστικές γραμμές με το πολιτικό σύστημα. Μόνο έτσι μπορεί να εκφράσει τη δυσφορία αλλά και να πείσει ότι αυτός είναι «με τον λαό» και όχι με όσους «τον ξεγέλασαν».
Το φαινόμενο, εσχάτως, στην Ελλάδα δεν δείχνει να περιορίζεται μόνο στα ακροδεξιά του πολιτικού φάσματος. Αλλά βασικοί πυλώνες της λαϊκίστικης ρητορείας υιοθετούνται από τον πρόεδρο της Ν. Δ. Αντώνη Σαμαρά.
Ο νέος λαϊκισμός πολιτικά είναι βολικός. Δεν χτίζει πάνω σε προγραμματικές δεσμεύσεις, αλλά μάλλον σε μια έννοια εσωστρεφούς «πατριωτικής ηθικής». Για παράδειγμα το «μπορούμε επειδή είμαστε Ελληνες», ο πρωθυπουργός το συνοδεύει με μέτρα ειρήνης στο εσωτερικό (ιθαγένεια κ. λπ.) και με μέτρα συνύπαρξης με τους γείτονες στα σύνορα. Αντίθετα, ο Αντ. Σαμαράς το ίδιο σύνθημα το συνοδεύει από μια σκληρή μεταναστευτική ατζέντα καθώς και με τις παλαιότερες «μακεδονικές» περγαμηνές του.
Τη βάση αυτής της ρητορείας ο Αντ. Σαμαράς θεμελίωσε με την ψήφο του κατά του Μνημονίου. Είχε προηγηθεί μια, έως και άκομψη για πολλά στελέχη του, σαφής απόσταση από το πρόσφατο παρελθόν του «συστήματος», δηλαδή από ΠΑΣΟΚ και Ν. Δ. Η επιλογή της μη ψήφισης καταδεικνύει την αγωνία του νέου αρχηγού να μη συμπεριληφθεί στο κατερρέον πολιτικό σκηνικό, να μην ταυτιστεί με το «παλιό», με όποιο κόστος.
Η συνέχεια εδώ.